- ελληνοϊταλικός
- -ή, -όο ελληνικός και ο ιταλικός ταυτόχρονα, ο ιταλοελληνικός: Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελληνοϊταλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Ιταλούς ή στην Ελλάδα και στην Ιταλία («Ελληνοϊταλικός πόλεμος») … Dictionary of Greek
Greco-Italian War — Infobox Military Conflict conflict=Greco Italian War caption=Greek soldiers towards the Albanian Front partof= the Balkans Campaign of World War II place=Southern Balkan Peninsula date=28 October 1940ndash 23 April 1941 result=Greek tactical… … Wikipedia
Итало-греческая война — Вторая мировая война Итальянская артиллерия обстреливает греческие позиции Дата 28 октября … Википедия
Griechisch-Italienischer Krieg — Teil von: Zweiter Weltkrieg … Deutsch Wikipedia
Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война … Википедия
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Έλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, και αδελφή του Φρίξου. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, επειδή η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα, Ινώ, μισούσε τα παιδιά … Dictionary of Greek
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)